- ζυγῖτις
- ζυγῖτιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγίτις — ζυγῑτις, ἡ (Α) (αντί τού ζυγία, θηλ. τού επιθ. ζύγιος) (για θεότητες, κυρίως την Ήρα και την Αφροδίτη) αυτή που προστατεύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ζυγίτης, παράλλ. τ. τού ζύγιος] … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek